συμμαχικός

συμμαχικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στους συμμάχους ή τη συμμαχία: Οι συμμαχικές δυνάμεις πραγματοποίησαν άσκηση στον ελληνικό χώρο. – Αυτό το κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει τις συμμαχικές του υποχρεώσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμμαχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχικός — ή, ό / συμμαχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, ή, όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία 2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα» αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από… …   Dictionary of Greek

  • συμμαχικά — συμμαχικός of neut nom/voc/acc pl συμμαχικά̱ , συμμαχικός of fem nom/voc/acc dual συμμαχικά̱ , συμμαχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχικῶν — συμμαχικός of fem gen pl συμμαχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχικόν — συμμαχικός of masc acc sg συμμαχικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχικαῖς — συμμαχικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχικαί — συμμαχικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχικοῖς — συμμαχικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχικοῦ — συμμαχικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχικούς — συμμαχικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”